σιτάλευρο(ν)

σιτάλευρο(ν)
το пшеничная мука

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σιτάλευρο(ν)" в других словарях:

  • σιτάλευρο — το, Ν αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αλεύρι. Η λ., στον λόγιο τ. σιτάλευρον, μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη] …   Dictionary of Greek

  • σιτάλευρο — το αλεύρι από σιτάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυμαρικό — το [ζυμάρι] 1. κάθε παρασκεύασμα από σιτάλευρο χωρίς προσθήκη ζύμης, που ξηραίνεται στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους 2. (κυρίως στον πληθ.) τα ζυμαρικά όλα τα παρασκευάσματα από άμυλο, όπως είναι τα μακαρόνια, ο φιδές, η μανέστρα κ.λπ., οι πάστες …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • φαρίνα — η, Ν λεπτό και εξαιρετικής ποιότητας σιτάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. farina < λατ. farina «αλεύρι» < λατ. far, farris «είδος σιτηρού»] …   Dictionary of Greek

  • φαρίνα — η (λ. ιταλ.), λεπτότατο και εκλεκτής ποιότητας σιτάλευρο, άχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»